Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το μανικιούρ

См. также в других словарях:

  • μανικιούρ — το η περιποίηση τών νυχιών τών χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. manicure < λατ. manus «χέρι» + icure (πρβλ. πεντικιούρ < γαλλ. pedicure)] …   Dictionary of Greek

  • μανικιούρ — το άκλ. (λ. γαλλ.), η περιποίηση των νυχιών του χεριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανικιουρίστας — ο, θηλ. μανικιουρίστα [μανικιούρ] αισθητικός που ασχολείται με την περιποίηση τών νυχιών τών χεριών …   Dictionary of Greek

  • ονυχοκομία — η [ονυχοκόμος] η περιποίηση τών νυχιών, μανικιούρ …   Dictionary of Greek

  • ονυχοκόμος — ο, η αισθητικός που ασχολείται με την περιποίηση τών νυχιών, μανικιουρίστας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ονυχοκόμος (< όνυχας [Ι] + κόμος < κομῶ «φροντίζω»)αποτελεί απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. manicuriste (βλ. λ. μανικιούρ)] …   Dictionary of Greek

  • χειροκομία — η, Ν περιποίηση τών χεριών, κν. μανικιούρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κομία (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο κομία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»