-
1 μανικιούρ
το άκλ. маникюр -
2 μανικιούρ
manucure -
3 manucure
μανικιούρ -
4 маникюр
маникюр м το μανικιούρ· делать \маникюр κάνω μανικιούρ* * *мτο μανικιούρде́лать маникю́р — κάνω μανικιούρ
-
5 manicure
-
6 маникюрный
επ.του ή για μανικιούρ•-ые ножницы ψαλίδι για μανικιούρ.
-
7 маникюр
маникюрм τό μανικιούρ. -
8 маникюр
[μανικγιούρ] ουσ. α μανικιούρ -
9 маникюр
[μανικγιούρ] ουσ α μανικιούρ -
10 маникюр
-а α.το μανικιούρ. -
11 ножницы
-ниц πλθ. ψαλίδι.1. портновские ножницы το ψαλίδι του ράφτη•большие ножницы ψαλίδα•
ма-никирные ножницы ψαλιδάκι μανικιούρ ιού•
садовые -ψαλίδι κηπουρού (κλαδευτήρι).
2. ψαλίδι μηχανοκίνητο.3. μτφ. ασυνταιρ ιασιά, ασυμβιβα-σιά δυσαρμονία, διάσταση.
См. также в других словарях:
μανικιούρ — το η περιποίηση τών νυχιών τών χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. manicure < λατ. manus «χέρι» + icure (πρβλ. πεντικιούρ < γαλλ. pedicure)] … Dictionary of Greek
μανικιούρ — το άκλ. (λ. γαλλ.), η περιποίηση των νυχιών του χεριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανικιουρίστας — ο, θηλ. μανικιουρίστα [μανικιούρ] αισθητικός που ασχολείται με την περιποίηση τών νυχιών τών χεριών … Dictionary of Greek
ονυχοκομία — η [ονυχοκόμος] η περιποίηση τών νυχιών, μανικιούρ … Dictionary of Greek
ονυχοκόμος — ο, η αισθητικός που ασχολείται με την περιποίηση τών νυχιών, μανικιουρίστας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ονυχοκόμος (< όνυχας [Ι] + κόμος < κομῶ «φροντίζω»)αποτελεί απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. manicuriste (βλ. λ. μανικιούρ)] … Dictionary of Greek
χειροκομία — η, Ν περιποίηση τών χεριών, κν. μανικιούρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κομία (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο κομία] … Dictionary of Greek